- λεκιθοειδής
- λεκῐθο-ειδής, ές,A = λεκιθώδης, Hp.Morb.2.47.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λεκιθοειδής — λεκιθοειδής, ές (Α) [λέκιθος] λεκιθώδης … Dictionary of Greek
λεκιθοειδές — λεκιθοειδής masc/fem voc sg λεκιθοειδής neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέκιθος — Κύριο δομικό συστατικό των αβγών. Είναι γνωστό με την κοινή ονομασία κρόκος. Ο όρος λ. χρησιμοποιείται επίσης για να περιγράψει το σύνολο των στοιχείων που απαρτίζουν το ώριμο ωάριο, εκτός από τον πυρήνα και τη λεκιθική μεμβράνη. Η λ. του αβγού… … Dictionary of Greek